- ζευλόλουρο
- ζευλόράμμα τό гуж; ремень
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζευλόλουρο — το βλ. ζευγόλουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγό λουρο με αφομοίωση] … Dictionary of Greek
ζευγόλουρο — και ζευλόλουρο, το ο ζευκτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + λουρί] … Dictionary of Greek